- σοβατίζω
- και σοβαντίζω και σουβατίζω και σουβαντίζω και σουβαδίζω Νεπιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sivadim, αόρ. τού ρ. sivamak].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σοβατίζω — σοβατίζω, σοβάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σοβατίζω — και σουβαντίζω και σοβαντίζω σοβάτισα, σοβατίστηκα, σοβατισμένος, ρίχνω σοβά στους τοίχους: Πρώτα θα σοβατίσει το σπίτι και μετά θα το βάφει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλείφω — (AM) [αλείφω] επαλείφω, χρίω αρχ. 1. εξαλείφω, απαλείφω 2. ασβεστώνω, σοβατίζω … Dictionary of Greek
σοβάτισμα — και σοβάντισμα και σουβάτισμα και σουβάντισμα, το, Ν [σοβατίζω] επικάλυψη επιφάνειας τοίχου με σοβά … Dictionary of Greek
σοβαντίζω — Ν βλ. σοβατίζω … Dictionary of Greek
σουβαδίζω — Ν βλ. σοβατίζω … Dictionary of Greek
σουβατίζω — και σουβαντίζω Ν βλ. σοβατίζω … Dictionary of Greek
σοβαντίζω — βλ. σοβατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουβαντίζω — βλ. σοβατίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)